-
1 νόμος
A that which is in habitual practice, use or possession, not in Hom. (cf. J.Ap.2.15), though read by Zenod. in Od.1.3.I usage, custom,[Μοῦσαι] μέλπονται πάντων τε νόμους καὶ ἤθεα κεδνά Hes.Th.66
;ν. ἀρχαῖος ἄριστος Id.Fr. 221
; ἔνθα ν. (sc. ἐστί) c. inf., where it is the custom.., Alc.Supp.25.5; ν. πάντων βασιλεύς custom is lord of all, Pi.Fr.169.1;ν. δεσπότης Hdt.7.104
, Pl. Lg. 715d;ν. τύραννος τῶν ἀνθρώπων Id.Prt. 337d
;ἴησις ὀθονίοισι κατὰ τὸν ν. τὸν ἀρθριτικόν Hp.Art.18
;ὡς νόμος Id.Mochl.37
: hence, law, ordinance,τόνδε.. ν. διέταξε Κρονίων.. θηρσὶ.. ἐσθέμεν ἀλλήλους Hes. Op. 276
;τρέφονται πάντες οἱ ἀνθρώπειοι ν. ὑπὸ τοῦ θείου Heraclit. 114
;ἄφθογγον εἶναι τὸν παλαμναῖον ν. [ἐστί] A.Eu. 448
;ν. κάλλιστον ἐξευρόντα, πειθαρχεῖν πατρί S.Tr. 1177
; ν. κοινός, = ὀρθὸς λόγος, Zeno Stoic.1.43: pl.,ἔργων.. ὧν νόμοι πρόκεινται ὑψίποδες S.OT 865
(lyr.);νεοχμοῖς ν. Ζεὺς κρατύνει A.Pr. 150
(lyr.).b in VT, of the law of God, , al., cf. Is.2.3; νόμον ὃν ἐνετείλατο ὑμῖν Μωϋσῆς ib.De.33.4; so in NT,ὁ ν. Μωϋσέως Ev.Luc.2.22
, etc.; but alsoὁ ν. τοῦ Χριστοῦ Ep.Gal.6.2
; ὁ ν. τοῦ Πνεύματος τῆς ζωῆς, opp. ὁ ν. τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου, Ep.Rom.8.2;ν. τέλειος ὁ τῆς ἐλευθερίας Ep.Jac.1.25
.c with Preps., κατὰ νόμον according to custom or law, Hes.Th. 417, Hdt.1.61, etc.;κὰν νόμον Pi.O.8.78
; οἱ κατὰ ν. ὄντες θεοί the established deities, Pl.Lg. 904a;κατὰ νόμους A.Supp. 241
; παρὰ νόμον contrary to.., Id.Eu. 171 (lyr.);παρὰ τοὺς τῆς φύσεως ν. Pl.Ti. 83e
;ἐν Πανελλάνων νόμῳ Pi.I.2.38
; ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ by the law of Adrastus, i.e. at the Nemean games, Id.N.10.28: esp. in dat. νόμῳ by custom, conventionally, opp. φύσει, Hdt. 4.39, Philol.9, Arist.EN 1094b16, etc.; ν. γλυκύ, ν. πικρόν, Democr.9;εἰ μή τις λέγοι ν. ὁρᾶν καὶ τὰς λεγομένας ποιότητας μὴ ἐν τοῖς ὑποκειμένοις εἶναι Plot.4.4.29
; ὅσον νόμου χάριν just for form's sake, Diph.43.14, Arist.Metaph. 1076a27.d statute, ordinance made by authority,[Σόλων] νόμους ἔθηκεν ἄλλους, τοῖς δὲ Δράκοντος θεσμοῖς ἐπαύσαντο χρώμενοι πλὴν τῶν φονικῶν Id.Ath.7.1
(butτὸν Δράκοντος ν. τὸν περὶ τοῦ φόνου IG12.115.5
), etc.; νόμον τιθέναι, τίθεσθαι, v. τίθημι; βασιλικὸς ν. OGI483.1 (Pergam., ii A.D.), Ep.Jac.2.8: freq. of general laws, opp. ψηφίσματα (special decrees), Pl.Tht. 173d, etc.;ὅταν τὰ ψηφίσματα κύρια ᾖ ἀλλὰ μὴ ὁ ν. Arist.Pol. 1292a7
: generally, law, ἄνευ ὀρέξεως νοῦς ὁ ν. ἐστίν ib. 1287a32; ἄγραφος ν. Lex ap. And.1.85, etc.; opp. γεγραμμένος, Arist.Rh. 1373b6; ν. ἴδιος, opp. κοινός, ib.4; ὁ ν. freq. as subject,οἱ ν. διδόασι τιμωρίας D.18.12
;ὧν ὁ ν. ἀγορεύει Inscr.Magn. 92b16
(ii B.C.); μὴ ὁ ν. κρίνει τὸν ἄνθρωπον ἐὰν μὴ ἀκούσῃ πρῶτον; Ev.Jo.7.51.e c. gen. rei,οὗτός τοι πεδίων πέλεται ν. Hes.Op. 388
;Ὑλλίδος στάθμας ἐν νόμοις Pi.P.1.62
;τὸν φαρμάκων δίδαξε μαλακόχειρα ν. Id.N.3.55
;ν. ἐμβολῆς καὶ διορθώσιος Hp.Mochl.38
; ὁ ν. τοῦ κριοῦ, τοῦ ἀνδρός, τῶν ἐρανιστῶν, LXXLe.6.31 (7.1), Ep.Rom.7.2, SIG 1198.14 (Arcesine, iii B.C.); ἐς χειρῶν νόμον ἀπικέσθαι to come to blows, into action, Hdt.9.48; ἐν χειρῶν νόμῳ ἀπόλλυσθαι, περιπεσεῖν, die in action, Id.8.89, Plb.1.57.8;μεταλλάξαι τὸν βίον ἐν χ. ν. Id.3.63.5
, cf. 3.116.9;Ἀσδρούβας.. ἐν χ. ν. κατέστρεψε τὸν βίον Id.11.2.1
;τοὺς μὲν ἐν χ. ν. διέφθειρε Id.1.82.2
; τοὺς ἐν χ. ν. τὰς πολιτείας καταλύοντας by 'direct action', Aeschin.1.5; but under martial law,Arist.
Pol. 1285a10;τῷ τοῦ πολέμου νόμῳ κτησάμενος Aeschin.2.33
.2 Νόμος personified, οἱ θεοὶ σθένουσι χὡ κείνων κρατῶν N. E.Hec. 800, cf. Orph.Fr. 105, 160.II melody, strain,οἶδα δ' ὀρνίχων νόμως πάντων Alcm.67
;ν. ἵππιος Pi.O. 1.101
;Ἀπόλλων ἁγεῖτο παντοίων ν. Id.N.5.25
;ν. πολεμικοί Th.5.69
;ἐπηλάλαξαν Ἀραὶ τὸν ὀξὺν ν. A.Th. 952
(lyr.);κρεκτοὶ ν. S.Fr. 463
, cf. AP9.584: metaph.,τοὺς Ἅιδου ν. S.Fr. 861
.2 esp. a type of early melody created by Terpander for the lyre as an accompaniment to Epic texts,ν. ὄρθιος Hdt.1.24
;ν. Βοιώτιος S.Fr. 966
;ν. κιθαρῳδικοί Ar.Ra. 1282
, cf. Pl.Lg. 700d, Arist.Po. 1447b26, Pr. 918b13, etc.; also for the flute,ν. αὐλῳδικός Plu.2.1132d
; without sung text, ν. αὐλητικός ib.1133d, cf. 138b, Poll.4.79; later, composition including both words and melody, e.g. Tim.Pers.III = νοῦμμος (q. v.), Epich.136, Sophr.162, Inscr.Délos407.21 (ii B.C.); ν. σηστέρτιοι, = Lat. nummi sestertii, Inscr.Prien.41.13 (ii B.C.).IV Archit., course of masonry, IG12(2).11.17 (Mytil.).
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский